Η υστεροσκόπηση είναι μια εξαιρετική μέθοδος γυναικολογικής εξέτασης και θεραπείας, η οποία, στα χέρια εξειδικευμένων γιατρών, είναι ένα πολύτιμο εργαλείο που μπορεί να επιλύσει δύσκολα προβλήματα της γυναίκας με ελάχιστη καταπόνησή της, στο περιβάλλον ενός σύγχρονου και ανάλογα εξοπλισμένου ιατρείου.
Καταστάσεις που μπορεί να διαγνωσθούν ή να θεραπευθούν με την υστεροσκόπηση είναι η ανώμαλη αιμορραγία της μήτρας, η υπερβολικά επώδυνη έμμηνος ρύση, η μη τακτική ή ασυνήθιστα ελαφριά έμμηνος ρύση, οι μορφολογικές ανωμαλίες της μήτρας όπως το διάφραγμα, οι καθ’έξιν αποβολές και ο πυελικός πόνος.
Σήμερα, η επιστήμη δίνει τη δυνατότητα να γίνει η εξέταση αυτή στο ιατρείο, χωρίς την ανάγκη αναισθησίας ή διαστολής του τραχήλου: Εξειδικευμένοι γιατροί μπορούν να εκτελέσουν μια λεπτομερέστατη ενδοσκοπική μελέτη της ενδομητρικής κοιλότητας στο περιβάλλον ενός εξωτερικού ιατρείου, με τη χρήση νέων μηχανημάτων. Πρόκειται για μια πραγματικά εντυπωσιακή διαδικασία, καθώς η ασθενής είναι σε θέση να παρακολουθεί την εξέταση στην οθόνη και να ενημερώνεται από το γιατρό για τα ευρήματα κατά τη διάρκειά της.
Μετά το τέλος της εξέτασης, η ασθενής αποχωρεί από το ιατρείο όπως μετά από οποιαδήποτε συνήθη γυναικολογική εξέταση.
Εάν δεν συντρέχει κάποιος ιδιαίτερος λόγος, όλες οι περιπτώσεις που απαιτούν απευθείας επισκόπηση του ενδοτραχήλου και της ενδομητρικής κοιλότητας, αποτελούν ενδείξεις για τη μέθοδο αυτή.
Κατά την διαγνωστική υστεροσκόπηση ιατρείου, η ασθενής τοποθετείται στη συνήθη γυναικολογική θέση (θέση λιθοτομίας). Στη συνέχεια, χωρίς την τοποθέτηση κολποδιαστολέων ή άλλων εργαλείων, εισάγεται το υστεροσκόπιο διαμέσου του κόλπου και του τραχήλου στην ενδομήτρια κοιλότητα. Γίνεται διαδοχικά επισκόπηση του τραχηλικού αυλού, πανοραμική απεικόνιση της ενδομήτριας κοιλότητας, εντοπισμός των σαλπιγγικών στομίων και λεπτομερής εξέταση όλων των παθολογικών εστιών της ενδομήτριας κοιλότητας.
Το υστεροσκόπιο είναι ένα τηλεσκόπιο με διάμετρο 2,9 – 4 mm και με κλίση 0 έως 30 μοίρες. Περιβάλλεται από μεταλλικό κάλυμμα, το οποίο επιτρέπει την ροή του μέσου διαστολής της ενδομήτριας κοιλότητας και την εισαγωγή λεπτών ειδικών εργαλείων για επεμβάσεις. Συνδέεται με την πηγή ψυχρού φωτισμού με ειδικό καλώδιο οπτικών ινών και μέσω κάμερας με δέκτη (monitor) για την λήψη εικόνας. Ως μέσο διαστολής στην διαγνωστική υστεροσκόπηση χρησιμοποιείται φυσιολογικός ορός, ενώ στην επεμβατική υστεροσκόπηση, όπου συνήθως χρησιμοποιείται και ηλεκτροδιαθερμία, χρησιμοποιούνται είτε ηλεκτρολυτικά, είτε μη ηλεκτρολυτικά και μη αγώγιμα υγρά.
Κατά τη διερεύνηση του υπογόνιμου ζεύγους με τη βοήθεια της υστεροσκόπησης, μπορούμε να πάρουμε πληροφορίες για την μορφολογία και το μέγεθος της ενδομητρικής κοιλότητας, καθώς επίσης και για την ποιότητα του ενδομητρίου, του χώρου δηλαδή εμφύτευσης και φιλοξενίας του εμβρύου. Μπορούμε επίσης να παρατηρήσουμε τα στόμια των σαλπίγγων και τον αυλό του τραχήλου και να ανιχνεύσουμε την ύπαρξη πολυπόδων, ουλών, ινομυωμάτων, συμφύσεων και στοιχείων φλεγμονής που συμβάλλουν στη μειωμένη λειτουργικότητα του ενδομητρίου και κατά συνέπεια στη μειωμένη γονιμότητα. Στο πεδίο αυτό υπερτερεί σαφώς της υστεροσαλπιγγογραφίας καθώς η διάγνωση όλων αυτών των προβλημάτων γίνεται με άμεση όραση.